- σκοπώ
- -άω, Α [σκοπή]σκοπιάζω*.————————σκοπῶ, -έω, ΝΜΑ [σκοπός (Ι)]νεοελλ.(λόγιος τ.), 1. σκοπεύω, προτίθεμαι, έχω σκοπό2. (το ουδ. μτχ. ενεστ. ως ουσ.) το σκοπούμενοσκοπός, επιδίωξημσν.-αρχ.(ενεργ. και μέσ.) βλέπω προς ένα αντικείμενο, παρατηρώ κάτιαρχ.1. έχω στραμμένη την προσοχή μου, προσέχω2. αναζητώ («σκοπεῑτε παῡλαν τινὰ αὐτῶν», Ξεν.)3. πληροφορούμαι, μαθαίνω κάτι4. μτφ. εξετάζω («ἡ ποικιλῳδὸς Σφίγξ τὸ πρὸς ποσὶν σκοπεῑν μεθέντας ἡμᾱς τάφανῆ προσήγετο», Σοφ.)5. (μέσ. και παθ.) σκοποῡμαι, -έομαια) ερωτώμαι, εξετάζομαιβ) εξετάζω («πάλαι σκοποῡμαι τὰς τύχας τῶν βροτῶν ὡς εὖ μεταλλάσσουσιν», Ευρ.)γ) ερευνώ, διερευνώ.
Dictionary of Greek. 2013.